- προεγκάθημαι
- προεγ-κάθημαι, [voice] Pass.,A to be implanted before,
αἱ -καθήμεναι αὐτοῖς ὁρμαί Plb.3.15.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἱ -καθήμεναι αὐτοῖς ὁρμαί Plb.3.15.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεγκάθημαι — Α ενυπάρχω εκ τών προτέρων («οἱ διὰ τὰς προεγκαθημένας αὐτοῑς ὁρμὰς ὀλιγωροῡντες τοῡ καθήκοντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκάθημαι «ενεδρεύω, ελλοχεύω»] … Dictionary of Greek